WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
bachelor's degree n | (undergraduate qualification) | πτυχίο bachelor, πτυχίο επιπέδου bachelor φρ ως ουσ ουδ |
| (καθομιλουμένη) | bachelor ουσ ουδ άκλ |
| Most well-paying jobs today require at least a bachelor's degree. |
| Οι περισσότερες από τις καλοπληρωμένες δουλειές σήμερα απαιτούν να έχεις τουλάχιστον ένα πτυχίο επιπέδου bachelor. |